κολοκύνθινος

κολοκύνθινος
κολοκύνθ-ινος, η, ον,
A made or obtained from gourds,

ἔλαιον PRev.Laws39.6

(written κολυκινθ-, cf. 59.21, also κολυκυντ- 40.10, κολοκυντ- 55.9, al., iii B.C.);

πλοῖα Luc.VH2.37

:—hence Com. name [full] κολοκυνθο-πειρᾱταί, οἱ, gourd-pirates, ibid.
II ἀμπέλου κολοκυν [θίνης], a kind of vine, PCair.Zen.33.14 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολοκύνθινος — και κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) [κολοκύνθη] 1. ο παρασκευασμένος από το φυτό κολοκύνθη 2. φρ. «ἄμπελος κολοκυνθίνη» εἰδος αμπέλου …   Dictionary of Greek

  • κολοκύνθινα — κολοκύνθινος made neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • κολοκύντινος — κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) βλ. κολοκύνθινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”